- χρησμοδότης
- ο , χρησμοδότις (-ιδος) η предсказатель, -ница, прорицатель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησμοδότης — one who gives oracles masc nom sg χρησμοδοτέω give oracles imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. χρησμοδότισσα Ν, και χρησμοδότις, ιδος, Μ δότης χρησμών, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, πλουτο δότης] … Dictionary of Greek
χρησμοδότης — ο αυτός που δίνει χρησμούς, προφήτης, μάντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμοδόται — χρησμοδότης one who gives oracles masc nom/voc pl χρησμοδότᾱͅ , χρησμοδότης one who gives oracles masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδοτῶν — χρησμοδότης one who gives oracles masc gen pl χρησμοδοτέω give oracles pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότῃ — χρησμοδότης one who gives oracles masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοδότας — χρησμοδότᾱς , χρησμοδότης one who gives oracles masc acc pl χρησμοδότᾱς , χρησμοδότης one who gives oracles masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] … Dictionary of Greek
χρησμοδοσία — η, ΝΜΑ, και χρησμοδοτία Μ [χρησμοδότης] απαγγελία χρησμών, προφητεία … Dictionary of Greek